- πολυζήμιος
- πολυ-ζήμιος, ον,A very hurtful, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυζήμιος — ον, Α αυτός που προξενεί πολλή ζημιά, πολύ επιζήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζημία (πρβλ. επιζήμιος)] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek